Ἀριστομηλίδας

Ἀριστομηλίδας
Ἀριστομηλίδᾱς , Ἀριστομηλίδης
masc acc pl (doric)
Ἀριστομηλίδᾱς , Ἀριστομηλίδης
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αριστομηλίδας — Μυθολογικό πρόσωπο. Τύραννος των Ορχομενών της Αρκαδίας, που έστειλε τον Χρόνιο να απαγάγει μια παρθένα από την Τεγέα και να του τη φέρει με τη βία. Η νέα αυτοκτόνησε και η Άρτεμη έδωσε εντολή στον Χρόνιο να εκδικηθεί τον θάνατό της. O Χρόνιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”